πρωτοτάξιδος

πρωτοτάξιδος
η , ο впервые отправляющийся в путешествие; впервые выходящий в море

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πρωτοτάξιδος" в других словарях:

  • πρωτοτάξιδος — η, ο, Ν (για πλοία) αυτός που ταξιδεύει για πρώτη φορά, πρωτόπλους («τώρα, που πρωτοτάξιδο θ απλώσεις τα πανιά σου», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τάξιδος (< ταξίδι), πρβλ. καλο τάξιδος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοτάξιδος — η, ο αυτός που κάνει το πρώτο του ταξίδι: Το καράβι ήταν πρωτοτάξιδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αταξίδευτος — η, ο 1. αυτός που δεν ταξιδεύει ή που δεν έχει ταξιδέψει 2. (για πλοία) καινούργιος, πρωτοτάξιδος 3. (για θάλασσα) που δεν την έχουν διασχίσει ταξιδεύοντας …   Dictionary of Greek

  • πρωτόπλους — ουν, ΝΑ, και πρωτόπλοος, οον, Α (για πλοία) αυτός που για πρώτη φορά διαπλέει τη θάλασσα, πρωτοτάξιδος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλους το πρώτο πλοίο που ηγείται ναυτικής δυνάμεως η οποία πλέει σε γραμμή παραγωγής αρχ. 1. αυτός που πλέει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»